- μορμωτός
- μορμωτός, ή, όν, (as if from Μορμόω)A frightful, Lyc.342.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μορμωτός — μορμωτός, ή, όν (Α) φοβερός, τρομερός, τερατώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μορμώ (πρβλ. ανθρωπωνύμιο Μόρμωττος)] … Dictionary of Greek
μορμωτόν — μορμωτός frightful masc acc sg μορμωτός frightful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυγχοπίθηκος — (nasalis). Γένος στενόρρινων πιθήκων στο οποίο ανήκα μόνο το είδος ρ. o μορμωτός. Το χρώμα του πιθήκου αυτού είναι καστανοκόκκινο ή κιτρινοκόκκινο. Έχει μήκος 70 εκ. και η μύτη του έχει σχήμα προβοσκίδας. Ζει ομαδικά μέσα στα δάση του Βόρνεο,… … Dictionary of Greek